- περιαγαπάζομαι
- Ααγαπώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἀγαπάζω, -ομαι, επικ. τ. τού ἀγαπῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαγαπαζόμενος — περιαγαπάζομαι love very much pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγαπᾷ — περιαγαπάζομαι love very much fut ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγαπώμενος — περιαγαπάζομαι love very much fut part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)